- ορμόνες
- Ουσίες που επεξεργάζεται ο ζωικός οργανισμός και οι οποίες όταν εισέρχονται στην αιματική κυκλοφορία μεταφέρονται στα διάφορα όργανα για να διεγείρουν τη λειτουργία τους· οι ο. προορίζονται πράγματι για να ρυθμίζουν την ισορροπία μεταξύ των βασικών φυσιολογικών δραστηριοτήτων και ιδιαίτερα εκείνες της ανάπτυξης, του μεταβολισμού και της σεξουαλικής ζωής. Τα όργανα που έχουν ειδικά κύτταρα έκκρισης ο. είναι οι ενδοκρινείς αδένες. Οι αδένες αυτοί εκκρίνουν το προϊόν της λειτουργίας τους κατευθείαν στο αίμα και γι’ αυτό ονομάζονται ενδοκρινείς. Εκτός από αυτά τα καλά καθορισμένα όργανα έκκρισης, και άλλοι ιστοί διάσπαρτοι στον οργανισμό παράγουν ο., οι οποίες εξαιτίας της προέλευσης τους ονομάζονται ιστικές. Η δράση των ο. αναπτύσσεται δι’ ενζυματικών μηχανισμών και αλληλοσυμπληρώνεται με εκείνη του νευροφυτικού συστήματος και των βιταμινών. Από χημικής σκοπιάς διακρίνουμε ο. πρωτεϊνικής φύσης, (όπως η ινσουλίνη), άλλες με στερεοειδή δομή, βασικά δηλαδή παρόμοια με εκείνη της χοληστερίνης (όπως οι ο. των γεννητικών αδένων) και άλλες ακόμα με σχετικά απλή δομή (όπως η αδρεναλίνη και η θυροξίνη). Ο τρόπος με τον οποίο ενεργούν οι ο. επί των διαφόρων οργάνων που προορίζονται vα αντιδράσουν στη δράση των ο. (όργανα-στόχοι) μπορεί να είναι άμεσος, έμμεσος (εάν το ερέθισμα προκαλεί σε έναν άλλο ενδοκρινή αδένα έκκριση που επιδρά επί του οργάνου-στόχου) και άμεσος εξαρτημένος, όταν απαιτούνται ειδικές φυσικές ή χημικές συνθήκες ή προηγούμενη δράση άλλων ο. Ανάλογα με τον τρόπο ενέργειας τους οι ο. διακρίνονται λειτουργικά σε: ενδοκρινοτρόπους, αν επηρεάζουν τη λειτουργία άλλων ενδοκρινών οργάνων· σε εξωκρινοτρόπους, αν ρυθμίζουν τη λειτουργία εξωκρινών αδένων (όπως η προλακτίνη της υπόφυσης που διεγείρει την έκκριση του γάλακτος από τους μαστούς)· σε εκείνες που ρυθμίζουν τις διεργασίες του μεταβολισμού (όπως η ινσουλίνη, η θυροξίνη κ.ά.)· σε εκείνες που κατευθύνουν τη διεργασία της αύξησης σε νευρότροπους και σε μυότροπους.
Οι ενδοκρινείς αδένες βρίσκονται σε στενή σχέση μεταξύ τους δια φαινόμενων συνεργισμού ή ανταγωνισμού, έτσι που πραγματοποιούν τέλειους αυτορυθμιστικούς μηχανισμούς. Η παθολογία των ο. αφορά κυρίως σε μια ενδεχόμενη υπερ - ή υπολειτουργία των ενδοκρινών αδένων. Εκτός από αυτές τις ποσοτικές αλλοιώσεις, θα πρέπει να έχουμε υπόψη και δυσλειτουργίες ποιοτικής κυρίως φύσης. Οι σημαντικότεροι ενδοκρινείς αδένες είναι η υπόφυση, ο θυρεοειδής, οι παραθυρεοειδείς, ο θύμος, το πάγκρεας (ή καλύτερα εκείνες οι περιοχές αυτού του οργάνου που ονομάζονται νησίδια του Λάνγκερανς), τα επινεφρίδια, οι γεννητικοί αδένες (όρχεις και ωοθήκες). Η ενδοκρινής δραστηριότητα της υπόφυσης συνίσταται κυρίως στην παραγωγή μερικών ο. πρωτεϊνικής φύσης· από αυτές οι σπουδαιότερες είναι: η σωματότροπος (STH), απαραίτητη για τη φυσιολογική ανάπτυξη του οργανισμού σε πλημμελή ή υπερβολική παραγωγή της οποίας οφείλονται ο νανισμός, ο γιγαντισμός και η ακρομεγαλία· οι γοναδοτρόποι o., ωοθυλακινότροπος (FSH) ή γοναδοτροπίνη Α και η ωχρινότροπος (LH) ή γοναδοτροπίνη Β, που δρουν επί της διαμόρφωσης και λειτουργίας του γεννητικού συστήματος τόσο του άρρενος όσο και του θήλεος· η προλακτίνη, που διεγείρει την έκκριση του γάλακτος· η θυρεότροπος (TSH) που εποπτεύει τη φυσιολογική ανάπτυξη και λειτουργία του θυρεοειδούς, σε πλημμελή ή υπερβολική παραγωγή της οποίας οφείλονται διάφορες μορφές βρογχοκήλης και νοσήματα του θυρεοειδούς· η επινεφριδιοφλοιότροπος (ACTH) που ρυθμίζει τη λειτουργία των επινεφριδίων. Όλες αυτές οι ο. παράγονται από τον μπροστινό λοβό της υπόφυσης και εκτελούν το έργο της ρύθμισης των δραστηριοτήτων όλων σχεδόν των άλλων ενδοκρινών αδένων, έτσι που να παρομοιάζεται η υπόφυση με ένα διευθυντή ορχήστρας. Οι ο. που παράγονται από τον πίσω λοβό της υπόφυσης είναι κυρίως η αντιδιουρητική (ADH) και η οξυτοκίνη· η πρώτη δρα στα νεφρά εποπτεύοντας την επαναπορρόφηση μεγάλου μέρους από το νερό που περιέχεται στο σπειραματικό διήθημα· όταν η παραγωγή της ο. αυτής είναι πλημμελής προκαλείται ο οποίος διαβήτης, κατά τον οποίο ο άρρωστος αποβάλλει τεράστιες ποσότητες αραιών ούρων. Η οξυτοκίνη διεγείρει τη μήτρα σε συσπάσεις κατά τη διάρκεια του τοκετού, έτσι ώστε έχει μεγάλη σημασία στον όλο μηχανισμό του τοκετού. Η ενεργή ουσία που παράγεται από τον θυρεοειδή είναι η θυροξίνη, η οποία περιέχει ιώδιο· αυτή η ο. ελέγχει τον ρυθμό του μεταβολισμού στον οργανισμό: όταν ελαττώνεται η παραγωγή της, εκδηλώνονται τα χαρακτηριστικά σωματικά και ψυχικά συμπτώματα, όπως βραδύτητα σκέψης, μυξοίδημα και καμιά φορά βρογχοκήλη· όταν ο υποθυρεοειδισμός εμφανίζεται σε παιδική ηλικία, συνοδεύεται συχνά από κρετινισμό και καθυστέρηση της σωματικής ανάπτυξης. Αυτές οι εκδηλώσεις είναι συχνότερες σε μερικές περιοχές όπου η περιεκτικότητα των ειδών διατροφής είναι ανεπαρκής σε ιώδιο (εξαιτίας του λόγου αυτού ελαττώνεται η δυνατότητα σύνδεσης της ο.) και στις οποίες συναντάται σταθερά υψηλό ποσοστό ατόμων με βρογχοκήλη. Η βροχγοκήλη, εκτός του ότι αποτελεί σημείο ένδειας ιώδιου, μπορεί να σημαίνει και υπερλειτουργία του αδένος· τότε θα έχουμε τα τυπικά συμπτώματα του υπερθυρεοειδισμού, όπως ο τρόμος, η απίσχνανση, η αύξηση του βασικού μεταβολισμού. Η ο. που παράγεται από τους παραθυρεοειδείς αδένες ρυθμίζει τον μεταβολισμό του ασβέστιου· σε απουσία ή μείωση της παραγωγής της προκαλείται πτώση του επιπέδου του ασβέστιου στο αίμα και εμφανίζονται τονικές συσπάσεις των μυών που μπορεί να γενικευτούν και να πάρουν τον χαρακτήρα τετανικής προσβολής. Τα νησίδια του Λάνγκερανς, στο πάγκρεας παράγουν την ινσουλίνη, που ασκεί λειτουργία ρύθμισης του μεταβολισμού των υδατανθράκων, επιτρέποντας τη φυσιολογική χρησιμοποίηση των σάκχαρων από τους ιστούς. Η ελάττωση παραγωγής αυτής της ο. ή η αδρανοποίηση της στον οργανισμό προκαλεί την εμφάνιση του σακχαρώδους διαβήτη. Το πάγκρεας παράγει επίσης μια ο. (γλυκαγόνη) με δράση ανταγωνιστική της ινσουλίνης: διασπά το γλυκογόνο του ήπατος και απελευθερώνει γλυκόζη. Τα επινεφρίδια συνθέτουν στη μυελώδη τους ουσία την αδρεναλίνη, ο. που επηρεάζει (αυξάνοντας) την πίεση του αίματος, διεγείρει την καρδιακή λειτουργία κ.ά. Ο φλοιός των επινεφριδίων είναι έδρα παραγωγής πολυάριθμων στεροειδών, που διακρίνονται σε αλατοκορτικοειδή (ρυθμιστές του μεταβολισμού του νάτριου και του κάλιου), γλυκοκορτικοειδή (που επεμβαίνουν στο μεταβολισμό των υδατανθράκων, αυξάνοντας το σάκχαρο του αίματος και έχουν ισχυρή αντιφλεγμονώδη ενέργεια) και, τέλος, γεννητικές o., που προκαλούν αρρενοποίηση. Πολυάριθμες παθολογικές καταστάσεις οφείλονται σε υπερ - ή υπολειτουργία των επινεφριδίων, όπως η νόσος του Κούσινγκ και εκείνη του Άντισον. Το γεννητικό σύστημα του άρρενος και τα δευτερεύοντα σεξουαλικά χαρακτηριστικά (γένεια, φωνή κ.ά.) ελέγχονται από ο. που παράγουν οι όρχεις. Οι ο. του θήλεος είναι βασικά δύο: ωοθυλακίνη και ωχρίνη, που παράγονται και οι δύο από τις ωοθήκες· οι ο. αυτές ρυθμίζουν και τον εμμηνορρυσιακό κύκλο στη γυναίκα. Η παραγωγή τους βρίσκεται υπό την επίδραση των ο. της υπόφυσης (γοναδοτροπίνες).
Στα τελευταία χρόνια έλαβε μεγάλη σημασία η θεραπεία με ο. (ορμονοθεραπεία), με σκοπό υποκατάστασης, σε περίπτωση πλημμελούς παραγωγής τους από τον οργανισμό ή δια εκμετάλλευσης της δράσης τους ως φαρμακοδυναμικών παραγόντων (για παράδειγμα, κορτιζόνη επί φλεγμονωδών παθήσεων, επί ρευματικού πυρετού).
Dictionary of Greek. 2013.